- πολυκάθεδρος
- πολυ-κάθεδρος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκάθεδρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκάθεδρος — ὁ, Α ο πολύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καθέδρα «κάθισμα» (πρβλ. ορθο κάθεδρος)] … Dictionary of Greek
πολυκαθέδροις — πολυκάθεδρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαθέδρῳ — πολυκάθεδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκάθεδροι — πολυκάθεδρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκάθεδρον — πολυκάθεδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαθέδρωι — πολυκαθέδρῳ , πολυκάθεδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)